Η κατάλληλη ηλικία για να μάθει ένα παιδί μια ξένη γλώσσα εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και θα πρέπει να απαντηθούν αρκετές ερωτήσεις. Οι γονείς δεν θα πρέπει να παρασυρθούν από άλλους γονείς. Θα πρέπει να σχηματίσουν μια άποψη συζητώντας πρωτίστως με τον διευθυντή σπουδών ενός επίσημου κέντρου ξένων γλωσσών. Πολλές φορές ξεκινούν τα παιδιά μαθήματα Αγγλικών επειδή ξεκίνησε κάποιος φίλος τους, χωρίς να είναι τα ίδια ακόμη έτοιμα και χωρίς να έχουν αντιληφθεί ότι μια ξένη γλώσσα απαιτεί
μελέτη και χρόνο. Το αποτέλεσμα είναι να απογοητευτούν τα παιδιά και να τα παρατήσουν νωρίς, και οι γονείς να προσπαθούν ποικιλοτρόπως να πείσουν το παιδί τους να προσπαθήσει περισσότερο, συχνά ασκώντας έντονη κριτική ή ακόμη χειρότερα συγκρίνοντάς το με έναν φίλο τους.
Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβαινε στην ελληνική επικράτεια κατά το παρελθόν, ήταν να ξεκινούν τα παιδιά να μαθαίνουν Αγγλικά από την Γ' Δημοτικού ή ακόμη και Δ’ Δημοτικού, δηλαδή όταν το παιδί ήταν 8 ή 9 ετών. Σε αυτή την ηλικία το παιδί έχει μάθει καλά τη μητρική του γλώσσα, μπορεί και κατανοεί γραμματικές έννοιες και έχει πιο πλούσιο λεξιλόγιο σε σύγκριση με παιδιά που φοιτούν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει τα σημερινά παιδιά να ξεκινούν σε αυτή την ηλικία.
Με την ευρεία διάδοση των ηλεκτρονικών μέσων αλλά και την ανεμπόδιστη πρόσβαση στο διαδίκτυο, οι σημερινοί μαθητές έρχονται σε επαφή σχεδόν καθημερινά με μια ξένη γλώσσα, είτε μέσα από παιχνίδια ή βλέποντας βίντεο στο διαδίκτυο, κάτι που δεν γινόταν στο παρελθόν. Έτσι, οι μαθητές μπορούν να ξεκινήσουν μια ξένη γλώσσα ακόμη και στη Β’ δημοτικού, χωρίς να αντιμετωπίσουν δυσκολίες μιας και είναι πιο εξοικιωμένα.
Μήπως να ξεκινήσει το παιδί μου στην Α' Δημοτικού για να προλάβει να πάρει το Lower νωρίς;
Από την ερώτηση αυτή του γονέα γίνεται αντιληπτό το άγχος που έχει ήδη δημιουργηθεί στην οικογένεια. Για τον γονέα το Lower έχει γίνει αυτοσκοπός. Σύμφωνα με το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς υπάρχουν τα εξής επίπεδα γλωσσομάθειας:
- A1
- A2
- B1 (Pre Lower)
- B2 (Lower)
- C1 (Advanced)
- C2 (Proficiency)
Επομένως ο στόχος του γονέα είναι περίπου στη μέση του πλαισίου αναφοράς. Ας δούμε όμως τι σημαίνει επίπεδο Β2 και πώς συγκρίνεται με το επίπεδο C2. Σύμφωνα λοιπόν με το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς το επίπεδο Β2 ορίζεται ως εξής:
B2 |
Μπορεί να κατανοήσει τις κύριες ιδέες ενός σύνθετου κειμένου, τόσο για συγκεκριμένα, όσο και για αφηρημένα θέματα, συμπεριλαμβανομένων συζητήσεων πάνω σε τεχνικά ζητήματα της ειδικότητάς του. Μπορεί να συνδιαλλαγεί με κάποια άνεση και αυθορμητισμό που καθιστούν δυνατή τη συνήθη επικοινωνία με φυσικούς ομιλητές της γλώσσας χωρίς επιβάρυνση για κανένα από τα δύο μέρη. Μπορεί να παραγάγει σαφές, λεπτομερές κείμενο για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων και να εξηγήσει μια άποψη πάνω σε ένα κεντρικό ζήτημα, δίνοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των διαφόρων επιλογών. |
C2 |
Μπορεί να κατανοήσει με ευκολία σχεδόν όλα όσα ακούει ή διαβάζει. Μπορεί να κάνει περιλήψεις με βάση πληροφορίες που προέρχονται από διαφορετικές προφορικές ή γραπτές πηγές, ανασυνθέτοντας επιχειρήματα και περιγραφές σε μια συνεκτική παρουσίαση. Μπορεί να εκφραστεί αυθόρμητα, με μεγάλη άνεση και ακρίβεια, διαχωρίζοντας λεπτές σημασιολογικές αποχρώσεις ακόμα και σε ιδιαίτερα σύνθετες περιστάσεις |
Ο στόχος λοιπόν θα πρέπει να είναι η σωστή εκμάθηση της ξένης γλώσσας και όχι κάποιο πιστοποιητικό. Υπό αυτή την προϋπόθεση, μπορεί να ξεκινήσει ο μαθητής στο φροντιστήριο στην Α’ δημοτικού.